ἀδιαφορεῖ

ἀδιαφορεῖ
ἀδιαφορέω
to be indifferent
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀδιαφορέω
to be indifferent
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… …   Dictionary of Greek

  • ανίσαχτος — κ. αγος, η, ο [ισάζω] 1. ο ανώμαλος («ἀνίσαγος δρόμος») 2. (για ανθρώπους) αυτός που αδιαφορεί για την εμφάνισή του, ο ατημέλητος …   Dictionary of Greek

  • δεκάρα — η [δεκάρι] 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών 2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό 3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα») 4. φρ. α) «δεκάρα τού Όθωνα» άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις β) (για… …   Dictionary of Greek

  • κατακόκκινος — η, ο (Μ κατακόκκινος, ον) αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμα νεοελλ. παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» γι αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε …   Dictionary of Greek

  • μυλωνάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα) ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης ή… …   Dictionary of Greek

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”